προσόδιος

προσόδιος
-ον, και δωρ. τ. ουδ. ποθόδιον Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσοδο, στην πανηγυρική πομπή, ο τελετουργικός («ὕμνοι προσόδιοι», Φίλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσόδιον ή ποθόδιον (ενν. μέλος)
άσμα που έψαλλαν με ρυθμικές κινήσεις και με τη συνοδεία αυλού κατά την προσέγγιση τής πομπής στον ναό ή τον βωμό τού τιμώμενου θεού («παιὰν καὶ προσόδιον εἰς τὸν θεόν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὅδιος (< ὁδός), πρβλ. εισ-όδιος. Ο τ. ποθόδιον < πότ, τ. ισοδύναμος τού πρός (βλ. ποτί) με τροπή τού -τ- στο αντίστοιχο δασύ σύμφωνο –θ πριν από δασυνόμενη λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσόδιον — προσόδιος processional masc/fem acc sg προσόδιος processional neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδίοις — προσόδιος processional masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδίου — προσόδιος processional masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδίων — προσόδιος processional masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδίῳ — προσόδιος processional masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσόδια — προσόδιος processional neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδιακός — ή, όν, Α [προσόδιος] 1. τελετουργικός, προσόδιος* («προσοδιακοὶ χοροὶ», Δημοχ.) 2. φρ. α) «προσοδιακὸν μέτρον» η αναπαιστική τριποδία που χρησιμοποιείται στα προσόδια, δηλ. η μετρική μορφή υυ υυ υυ . β) «προσοδιακὸς ρυθμός» ο μετρικός χρόνος τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”